- ανυόδρομος
- ἀνυόδρομος, -ον (Α)ταχύς, γρήγορος στο τρέξιμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανύω «διανύω, διατρέχω» + -δρομος < δρόμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνυόδρομον — ἀνυόδρομος swiftly running masc/fem acc sg ἀνυόδρομος swiftly running neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)